πραξιεργίας

πραξιεργίας
ὁ, Α
ποντίφικας, αρχιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶξις + ἔργον + επίθημα -ίας. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. pontifex, -icis (βλ. λ. ποντίφηκας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πραξιεργίαι — πραξιεργίας pontifex masc nom/voc pl πραξιεργίᾱͅ , πραξιεργίας pontifex masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”